πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρώση οι βρώσεις
      γενική της βρώσης* των βρώσεων
    αιτιατική τη βρώση τις βρώσεις
     κλητική βρώση βρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βρώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βρώση θηλυκό

  • (λόγιο) φάγωμα, κατανάλωση τροφής, τροφίμων
      Δὲν παίρνει μόνον ἄρματα φονικά, δοξάρια καὶ σαγίτες, σπαθιὰ καὶ ἀπελατίκια· μὰ καὶ τροφές βρώση καὶ πόση γιὰ ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα – βόδια ὁλάκερα· παίρνει ψωμιὰ – φούρνους ἀδαπάνητους· παίρνει κρασιὰ – βαρέλια χιλιοστέφανα.
    Ανδρέας Καρκαβίτσας, Λόγια της Πλώρης (1924), «Το βασιλόπουλο»

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη βάραθρο & αρχαίο βιβρώσκω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία