Ετυμολογία

επεξεργασία
яблоко < πρωτοσλαβική *jablъko / *ablъko (συγκρίνετε τα: αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα аблъко (ablŭko), βουλγαρικά ябълка, ουκρανική яблуко, λευκορωσική яблык, πολωνική jabłko, σλοβενική jabolko, σερβικά јабука, τσεχικά jablko κ.λπ.) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ébl̥ / *h₂ebōl (συγκρίνετε τα: γερμανικά Apfel, ολλανδικά appel, νορβηγική eple,ιρλανδική úll, σκοτική γαελική ubhal, λιθουανική óbuolỹs, πιθανόν αρχαία ελληνική ἄμπελος, κ.λπ.)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈjæbləkə/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

яблоко (ru) (jábloko) ουδέτερο

  1. μήλο
    ⮡  адамово яблоко — μήλο του Αδάμ (καρύδι)
    ⮡  я́блоко раздо́ра — μήλον της Έριδος
  2. βολβός ματιού (συνήθως глазно́е я́блоко)

Παράγωγα

επεξεργασία