Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξινόμηλο τα ξινόμηλα
      γενική του ξινόμηλου των ξινόμηλων
    αιτιατική το ξινόμηλο τα ξινόμηλα
     κλητική ξινόμηλο ξινόμηλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξινόμηλο < ξινός + μήλο
 
Ξινόμηλο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξινόμηλο ουδέτερο

  • ποικιλία μήλων με συνήθως πρασινωπό χρώμα και σχετικά πιο όξινη γεύση από τα άλλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία