Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόχορτο τα μηλόχορτα
      γενική του μηλόχορτου των μηλόχορτων
    αιτιατική το μηλόχορτο τα μηλόχορτα
     κλητική μηλόχορτο μηλόχορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλόχορτο < μήλο + χόρτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλόχορτο ουδέτερο

  1. (φυτό), (λαϊκότροπο) κοινή ονομασία του φυτού - βοτάνου "υοσκύαμος ο μέλας" (hyoskyamus niger), γνωστό από την αρχαιότητα
    το μηλόχορτο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, οι ουσίες που περιέχει σε μεγάλη δόση το καθιστούν δηλητηριώδες, και η βαθιά ακόμα όσφρηση των δύσοσμων πρασινοκίτρινων ανθών του προκαλεί ίλιγγο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία