Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυπαρισσόμηλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κυπαρισσόμηλ
ο
τα
κυπαρισσόμηλ
α
γενική
του
κυπαρισσόμηλ
ου
των
κυπαρισσόμηλ
ων
αιτιατική
το
κυπαρισσόμηλ
ο
τα
κυπαρισσόμηλ
α
κλητική
κυπαρισσόμηλ
ο
κυπαρισσόμηλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυπαρισσόμηλο
< →
δείτε
τις λέξεις
κυπαρίσσι
και
μήλο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δύο
κυπαρισσόμηλα
σε κλαδί από κυπαρίσσι
κυπαρισσόμηλο
ουδέτερο
ο καρπός από το κυπαρίσσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυπαρισσόμηλο