Δείτε επίσης: Κυπαρίσσι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυπαρίσσι τα κυπαρίσσια
      γενική του κυπαρισσιού των κυπαρισσιών
    αιτιατική το κυπαρίσσι τα κυπαρίσσια
     κλητική κυπαρίσσι κυπαρίσσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Κυπαρίσσια

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυπαρίσσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυπαρίσσι(ν) < ελληνιστική κοινή κυπαρίσσιον, υποκοριστικό αρχαία ελληνική κυπάρισσος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.paˈɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐πα‐ρίσ‐σι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυπαρίσσι ουδέτερο

  1. (δέντρο) αειθαλές κωνοφόρο δέντρο με πολύ ψηλό, ίσιο κορμό και σκούρο πράσινο φύλλωμα το οποίο φύεται σε σχήμα περίπου κωνικό
  2. (μεταφορικά) λέγεται για άνθρωπο ψηλό, με περήφανη κορμοστασιά
     συνώνυμα: ψηλός

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία