κυπαρίσσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυπαρίσσι | τα | κυπαρίσσια |
γενική | του | κυπαρισσιού | των | κυπαρισσιών |
αιτιατική | το | κυπαρίσσι | τα | κυπαρίσσια |
κλητική | κυπαρίσσι | κυπαρίσσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυπαρίσσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κυπαρίσσι(ν) < ελληνιστική κοινή κυπαρίσσιον, υποκοριστικό αρχαία ελληνική κυπάρισσος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.paˈɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐πα‐ρίσ‐σι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυπαρίσσι ουδέτερο
- (δέντρο) αειθαλές κωνοφόρο δέντρο με πολύ ψηλό, ίσιο κορμό και σκούρο πράσινο φύλλωμα το οποίο φύεται σε σχήμα περίπου κωνικό
- (μεταφορικά) λέγεται για άνθρωπο ψηλό, με περήφανη κορμοστασιά
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κυπαρισσάκι
- κυπαρισσένιος
- Κυπαρίσσι (τοπωνύμιο)
- κυπαρισσί
- κυπαρισσώνας
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κυπαρίσσι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κυπαρίσσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας