Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυπαρισσένιος η κυπαρισσένια το κυπαρισσένιο
      γενική του κυπαρισσένιου της κυπαρισσένιας του κυπαρισσένιου
    αιτιατική τον κυπαρισσένιο την κυπαρισσένια το κυπαρισσένιο
     κλητική κυπαρισσένιε κυπαρισσένια κυπαρισσένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυπαρισσένιοι οι κυπαρισσένιες τα κυπαρισσένια
      γενική των κυπαρισσένιων των κυπαρισσένιων των κυπαρισσένιων
    αιτιατική τους κυπαρισσένιους τις κυπαρισσένιες τα κυπαρισσένια
     κλητική κυπαρισσένιοι κυπαρισσένιες κυπαρισσένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυπαρισσένιος < κυπαρίσσι + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

κυπαρισσένιος

  1. φτιαγμένος από κυπαρίσσι
  2. ψηλός και λυγερός, με εμφάνιση που θυμίζει κυπαρίσσι
    ※  Ήτανε ωραίο κορίτσι, ψηλόλιγνο, κυπαρισσένιο. (Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου Το ξαναγέννημα στη ζωή [διήγημα])

  Μεταφράσεις επεξεργασία