cyprès
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cyprès < λατινική cupressus < αρχαία ελληνική κυπάρισσος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
cyprès | cyprès |
cyprès (fr) αρσενικό
- (δέντρο) το κυπαρίσσι
- (γλωσσοδέτης) si six scies scient six cyprès, six-cents six scies scient six-cents six cyprès.