κυπαρισσώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυπαρισσώνας < ελληνιστική κοινή κῠπᾰρισσών < αρχαία ελληνική κῠπᾰ́ρισσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.pa.ɾiˈso.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐πα‐ρισ‐σώ‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυπαρισσώνας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- Κυπαρισσώνας (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυπαρισσώνας