κυπαρισσών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
κῠπᾰρισσων- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | κυπαρισσών | οἱ | κυπαρισσῶνες | ||||
γενική | τοῦ | κυπαρισσῶνος | τῶν | κυπαρισσώνων | ||||
δοτική | τῷ | κυπαρισσῶνῐ | τοῖς | κυπαρισσῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κυπαρισσῶνᾰ | τοὺς | κυπαρισσῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κυπαρισσών | κυπαρισσῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυπαρισσῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κυπαρισσώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυπαρισσών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυπάρισσ(ος) + -ών
Ουσιαστικό
επεξεργασίακυπαρισσών, -ῶνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- κυπαρισσών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.