ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῠπᾰρισσων-
ονομαστική κυπαρισσών οἱ κυπαρισσῶνες
      γενική τοῦ κυπαρισσῶνος τῶν κυπαρισσώνων
      δοτική τῷ κυπαρισσῶν τοῖς κυπαρισσῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κυπαρισσῶν τοὺς κυπαρισσῶνᾰς
     κλητική ! κυπαρισσών κυπαρισσῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυπαρισσῶνε
γεν-δοτ τοῖν  κυπαρισσώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυπαρισσών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κυπάρισσ(ος) + -ών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυπαρισσών, -ῶνος αρσενικό