Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηλόταρτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μηλόταρτ
α
οι
μηλόταρτ
ες
γενική
της
μηλόταρτ
ας
των
μηλόταρτ
ων
αιτιατική
τη
μηλόταρτ
α
τις
μηλόταρτ
ες
κλητική
μηλόταρτ
α
μηλόταρτ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
μία ολόκληρη
μηλόταρτα
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηλόταρτα
<
μήλ(ο)
+
-ό-
+
τάρτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηλόταρτα
θηλυκό
(
γλυκό
)
τάρτα
από
μήλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηλόταρτα