μηλόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηλόπιτα | οι | μηλόπιτες |
γενική | της | μηλόπιτας | των | (μηλοπιτών) |
αιτιατική | τη | μηλόπιτα | τις | μηλόπιτες |
κλητική | μηλόπιτα | μηλόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηλόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) πίτα γεμισμένη με μείγμα από ζάχαρη, μήλα και άλλα συστατικά