-πιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -πιτα | οι | -πιτες |
γενική | της | -πιτας | των | -πιτών |
αιτιατική | τη(ν) | -πιτα | τις | -πιτες |
κλητική | -πιτα | -πιτες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -πιτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -πιτα < πίτα[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πι‐τα
Επίθημα
επεξεργασία-πιτα θηλυκό
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε κάποιου είδους πίτα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-πιτα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- -πιτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)