Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπανακόπιτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Υποκοριστικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σπανακόπιτ
α
οι
σπανακόπιτ
ες
γενική
της
σπανακόπιτ
ας
των
(
σπανακοπιτ
ών
)
αιτιατική
τη
σπανακόπιτ
α
τις
σπανακόπιτ
ες
κλητική
σπανακόπιτ
α
σπανακόπιτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
κομμένη
σπανακόπιτα
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπανακόπιτα
<
σπανάκ(ι)
+
-ό-
+
-πιτα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σπανακόπιτα
θηλυκό
(
γαστρονομία
)
πίτα
με
φύλλο
εξωτερικά και γέμιση από
σπανάκι
Υποκοριστικά
επεξεργασία
σπανακοπιτάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπανακόπιτα
πολωνικά
:
spanakopita
(pl)