πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυρόπιτα οι τυρόπιτες
      γενική της τυρόπιτας των (τυροπιτών)
    αιτιατική την τυρόπιτα τις τυρόπιτες
     κλητική τυρόπιτα τυρόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα κομμάτι τυρόπιτα.

Ετυμολογία

επεξεργασία
τυρόπιτα < τυρό- + πίτα

Ουσιαστικό

επεξεργασία