χορτόπιτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χορτόπιτα | οι | χορτόπιτες |
γενική | της | χορτόπιτας | — | |
αιτιατική | τη | χορτόπιτα | τις | χορτόπιτες |
κλητική | χορτόπιτα | χορτόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χορτόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) η πίτα με χόρτα, άλλοτε συνώνυμο της σπανακόπιτας
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορτόπιτα
|