χόρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη χόρτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχόρτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γενική ονομασία διαφόρων ειδών φαγώσιμων χορταρικών
- στα χόρτα βάζουμε πάντα αλάτι, λάδι και λεμόνι λίγο πριν τα σερβίρουμε
- μερίδα μαγειρεμένων χόρτων(1)
- πιάσε ένα γαύρο και μια χόρτα
- μέρος, τοποθεσία καλυμμένη με χόρτο
- παίζαμε στα χόρτα και με τσίμπησε μια τσουκνίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χόρτα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχόρτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χόρτο