Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χορταρικό τα χορταρικά
      γενική του χορταρικού των χορταρικών
    αιτιατική το χορταρικό τα χορταρικά
     κλητική χορταρικό χορταρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορταρικό < από το χόρτο σε αντιδιαστολή προς το λαχανικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χορταρικό ουδέτερο

  • που μοιάζει με χόρτο, με χορτάρι αλλά δεν είναι, το λαχανικό, το είδος του χόρτου που καταναλώνει ο άνθρωπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία