χορτάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χορτάρι | τα | χορτάρια |
γενική | του | χορταριού | των | χορταριών |
αιτιατική | το | χορτάρι | τα | χορτάρια |
κλητική | χορτάρι | χορτάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορτάρι < μεσαιωνική ελληνική χορτάριν < (ελληνιστική κοινή) χορτάριον < αρχαία ελληνική χόρτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορτάρι ουδέτερο
- Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη, τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά που βγάν΄ η γη χορτάρι (φράση που αποδίδεται στον ετοιμοθάνατο Αθανάσιο Διάκο)