↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Kraut die Kräuter
γενική des Krautes
Krauts
der Kräuter
δοτική dem Kraut
Kraute
den Kräutern
αιτιατική das Kraut die Kräuter

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kraut < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Kraut ουδέτερο

  1. βότανο
  2. φυτό που χρησμοποιείται στη μαγειρική ως μυρωδικό
  3. χορταρικό


  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kraut < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Cogniomi italiani, codiceinverso.it, ανακτήθηκε στις 23/8/2023 [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kraut < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Kraut < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Kraut αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0 [4]