μυρωδικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυρωδικό | τα | μυρωδικά |
γενική | του | μυρωδικού | των | μυρωδικών |
αιτιατική | το | μυρωδικό | τα | μυρωδικά |
κλητική | μυρωδικό | μυρωδικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυρωδικό ουδέτερο
- φυτό ή φυτικό προϊόν που προστίθεται στο φαγητό για να του δώσει πιο έντονη μυρωδιά και γεύση
- κάθε λαχανικό θέλει και το μυρωδικό του: στα φασολάκια βάζουμε μαϊντανό ενώ στον άρακα άνηθο