ζυγωματικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζυγωματικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζυγωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zygomatique < ελληνιστική κοινή ζύγωμα < ζυγόω < ζυγόν / ζυγός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγωματικό ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- ζυγωματικός
- → δείτε τη λέξη ζυγός
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαζυγωματικό
- αιτιατική ενικού του ζυγωματικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζυγωματικός