ενδοκάρπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοκάρπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endocarpe < αρχαία ελληνική ἔνδον + καρπός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοκάρπιο ουδέτερο
- (βοτανική) μεμβράνη στο εσωτερικό του περικαρπίου που περιβάλλει το σπόρο