περίαπτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περίαπτο | τα | περίαπτα |
γενική | του | περιάπτου & περίαπτου |
των | περιάπτων & περίαπτων |
αιτιατική | το | περίαπτο | τα | περίαπτα |
κλητική | περίαπτο | περίαπτα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περίαπτο ουδέτερο
- αντικείμενο που θεωρείται πως έχει μαγικές και αποτροπαϊκές ικανότητες
- Δεν είναι η πρώτη φορά που το Αρχαιολογικό Συμβούλιο εξετάζει υποθέσεις για παράδοση αρχαιοτήτων και την καταβολή αμοιβής. H προχθεσινή, πάντως, είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι το εύρημα ήταν πραγματικά μοναδικό. Ένα εντυπωσιακό χρυσό περίαπτο, από αυτά που σπανίζουν στον ελλαδικό χώρο, το οποίο βρέθηκε στο δρόμο Βέροιας - Κοζάνης. Το περίαπτο, που χρονολογείται στο 4.000 π.X., βρήκε μια φωτογράφος, η οποία ενημέρωσε την Εφορεία Αρχαιοπωλών. (*)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φυλαχτό