Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχαιοκάπηλος οι αρχαιοκάπηλοι
      γενική του αρχαιοκάπηλου
αρχαιοκαπήλου
των αρχαιοκάπηλων
αρχαιοκαπήλων
    αιτιατική τον αρχαιοκάπηλο τους αρχαιοκάπηλους
αρχαιοκαπήλους
     κλητική αρχαιοκάπηλε αρχαιοκάπηλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιοκάπηλος < αρχαιο- + κάπηλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχαιοκάπηλος αρσενικό ή θηλυκό

  • κάποιος που παράνομα ασχολείται με το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων
    Έκτακτα μέτρα «για την προστασία των αρχαιοτήτων μας σε διάφορες περιοχές της χώρας ενόψει καλοκαιριού» προετοιμάζει το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και αρμόδιες υπηρεσίες, έπειτα από πληροφορίες ότι «συμμορίες αρχαιοκάπηλων αλωνίζουν αρχαιολογικές περιοχές». (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία