κάπηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κάπηλος | οι | κάπηλοι |
γενική | του/της του |
καπήλου κάπηλου |
των | καπήλων & κάπηλων |
αιτιατική | τον/την | κάπηλο | τους/τις τους |
καπήλους κάπηλους |
κλητική | κάπηλε | κάπηλοι | ||
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάπηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάπηλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάπηλος αρσενικό
- αυτός που ιδιοτελώς καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται κάτι, συνήθως υψηλό και ευγενές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κάπηλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kap- (λαμβάνω, παίρνω)
Επίθετο
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κάπηλος | τὸ | κάπηλον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | καπήλου | τοῦ | καπήλου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | καπήλῳ | τῷ | καπήλῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | κάπηλον | τὸ | κάπηλον | ||
κλητική ὦ! | κάπηλε | κάπηλον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κάπηλοι | τὰ | κάπηλᾰ | ||
γενική | τῶν | καπήλων | τῶν | καπήλων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | καπήλοις | τοῖς | καπήλοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | καπήλους | τὰ | κάπηλᾰ | ||
κλητική ὦ! | κάπηλοι | κάπηλᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καπήλω | τὼ | καπήλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καπήλοιν | τοῖν | καπήλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
κάπηλος, -ος, -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κάπηλος | οἱ | κάπηλοι |
γενική | τοῦ | καπήλου | τῶν | καπήλων |
δοτική | τῷ | καπήλῳ | τοῖς | καπήλοις |
αιτιατική | τὸν | κάπηλον | τοὺς | καπήλους |
κλητική ὦ! | κάπηλε | κάπηλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καπήλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καπήλοιν | ||
Σπάνια, θηλυκό (με τις ίδιες καταλήξεις). | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
κάπηλος αρσενικό (& σπάνια θηλυκό)
- παραγωγός
- μικροπωλητής, μικρέμπορος, ψιλικατζής, μεταπράτης
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 164.1
- Ἔστι δὲ Αἰγυπτίων ἑπτὰ γένεα, καὶ τούτων οἱ μὲν ἱρέες, οἱ δὲ μάχιμοι κεκλέαται, οἱ δὲ βουκόλοι, οἱ δὲ συβῶται, οἱ δὲ κάπηλοι, οἱ δὲ ἑρμηνέες, οἱ δὲ κυβερνῆται.
- Στους Αιγυπτίους υπάρχουν επτά τάξεις, οι οποίες ονομάζονται: ιερείς, στρατιωτικοί, βουκόλοι, χοιροβοσκοί, έμποροι, διερμηνείς, πηδαλιούχοι.
- Μετάφραση (1992), Λ. Ζενάκος: @greek‑language.gr
- ταβερνιάρης, οινοπώλης, κρασοπώλης
- ※ κεἴ τις κάπηλος ἢ καπηλὶς τοῦ χοῶς (Αριστοφάνης, Θεσοφοριάζουσαι, 347)
- μπακάλης
- (μεταφορικά) απατεώνας, αισχροκερδής
- απατηλός, κίβδηλος, δόλιος, πανούργος
- εκμεταλλευτής
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀκαπήλευτος
- ἀκάπηλος
- ἀνδραποδοκάπηλος
- ἀνδροκάπηλος
- ἀρτοκάπηλος
- βιβλιοκάπηλος
- βουκάπηλος
- διακαπηλεύω
- ἐκκαπηλεύω
- ἐλαιοκάπηλο
- ἱματιοκάπηλος
- καπηλεία
- καπηλεῖον
- καπηλευτικός
- καπηλεύω
- καπήλη
- καπηλικός
- καπήλιον
- καπηλίς
- καπηλοδύτης
- καπηλογείτων
- οἰνοκάπηλος
- ὀπωροκάπηλος
- ὀρνιθοκάπηλος
- παλιγκαπηλεύω
- παλιγκάπηλος
- πολιτοκάπηλος
- προβατοκάπηλος
- πυροκαπηλεύω
- σιτοκαπηλεύω
- σιτοκάπηλος
- ὑποκάπηλος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κάπηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάπηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.