πολεμοκάπηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /po.le.moˈka.pi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λε‐μο‐κά‐πη‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαπολεμοκάπηλος, -η, -ο [1] και ως αρσενικό ουσιαστικό [2]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πόλεμος και κάπηλος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επίθετο «πολεμοκάπηλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ουσιαστικό πολεμοκάπηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας