Δείτε επίσης: ὑποκινῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

υποκινώ, αόρ.: υποκίνησα, παθ.φωνή: υποκινούμαι, π.αόρ.: υποκινήθηκα, μτχ.π.π.: υποκινημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία