υποκινούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.kiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κι‐νού‐μαι
- ομόηχο: υποκινούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαυποκινούμαι, μτχ.π.ε.: υποκινούμενος, π.αόρ.: υποκινήθηκα, μτχ.π.π.: υποκινημένος
- παθητική φωνή του ρήματος υποκινώ