Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποκινημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υποκινημέν
ος
η
υποκινημέν
η
το
υποκινημέν
ο
γενική
του
υποκινημέν
ου
της
υποκινημέν
ης
του
υποκινημέν
ου
αιτιατική
τον
υποκινημέν
ο
την
υποκινημέν
η
το
υποκινημέν
ο
κλητική
υποκινημέν
ε
υποκινημέν
η
υποκινημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υποκινημέν
οι
οι
υποκινημέν
ες
τα
υποκινημέν
α
γενική
των
υποκινημέν
ων
των
υποκινημέν
ων
των
υποκινημέν
ων
αιτιατική
τους
υποκινημέν
ους
τις
υποκινημέν
ες
τα
υποκινημέν
α
κλητική
υποκινημέν
οι
υποκινημέν
ες
υποκινημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υποκινημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
υποκινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποκινημένος
αγγλικά
:
motivated
(en)
,
stimulated
(en)