υποκινητής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υποκινητής αρσενικό
- αυτός που υποκινεί
- θηλυκό: υποκινήτρια
- ≈ συνώνυμα: υποδαυλιστής
- (βιολογία) (γενετική) το τμήμα του DNA (αλληλουχία νουκλεοτιδίων) που βοηθά στην έναρξη της μεταγραφής ενός γονιδίου
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υποκινητής
|