υποκινησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποκινησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypokinesia < αρχαία ελληνική ὑπό + κίνησις + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποκινησία θηλυκό
- (ιατρική) η μειωμένη κινητική λειτουργία ή δραστηριότητα ενός σώματος που οφείλεται σε διάφορα, συνήθως παθολογικά) αίτια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποκινησία