↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κινητικός η κινητική το κινητικό
      γενική του κινητικού της κινητικής του κινητικού
    αιτιατική τον κινητικό την κινητική το κινητικό
     κλητική κινητικέ κινητική κινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κινητικοί οι κινητικές τα κινητικά
      γενική των κινητικών των κινητικών των κινητικών
    αιτιατική τους κινητικούς τις κινητικές τα κινητικά
     κλητική κινητικοί κινητικές κινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κινητικός < αρχαία ελληνική κινητικός < κινέω-ῶ

  Επίθετο

επεξεργασία

κινητικός

Αυτός που κινείται ή μπορεί/έχει την ικανότητα να κινηθεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία