κινητικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κινητικός < αρχαία ελληνική κινητικός < κινέω-ῶ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κινητικός
Αυτός που κινείται ή μπορεί/έχει την ικανότητα να κινηθεί
κινητικός
Αυτός που κινείται ή μπορεί/έχει την ικανότητα να κινηθεί