κινητική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κινητική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κινητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kinematics)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακινητική θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις αντικειμένων αδιαφορώντας για άλλες εμπλεκόμενες δυνάμεις (τριβή κ.λπ.)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κινητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακινητική