δυναμική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamique < ελληνιστική κοινή δυναμική < θηλυκό του δυναμικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.na.miˈci/
- ομόηχο: δυναμικοί
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δυναμική θηλυκό
- (φυσική) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αίτια της κίνησης των σωμάτων και τους σχετικούς νόμους
- (μουσική) θεωρία που αφορά ένταση ενός ήχου
- (μεταφορικά) οι κατάλληλες συνθήκες που επικρατούν και οδηγούν στην εξέλιξη των πραγμάτων προς κάποια κατεύθυνση
- Η δυναμική του κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος οδήγησε σε αναθεώρηση των μέτρων προστασίας άγριας ζωής και χλωρίδας.
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- δυναμική στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
δυναμική