Δείτε επίσης: δύναμη, δυναμικό, δυναμικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυναμική οι δυναμικές
      γενική της δυναμικής των δυναμικών
    αιτιατική τη δυναμική τις δυναμικές
     κλητική δυναμική δυναμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυναμική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dynamique < ελληνιστική κοινή δυναμική < θηλυκό του δυναμικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.na.miˈci/
ομόηχο: δυναμικοί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δυναμική θηλυκό

  1. (φυσική) επιστημονικός κλάδος που μελετά τα αίτια της κίνησης των σωμάτων και τους σχετικούς νόμους
    Υπερώνυμα: μηχανική
     αντώνυμα: στατική
  2. (μουσική) θεωρία που αφορά ένταση ενός ήχου
  3. (μεταφορικά) οι κατάλληλες συνθήκες που επικρατούν και οδηγούν στην εξέλιξη των πραγμάτων προς κάποια κατεύθυνση
    Η δυναμική του κινήματος για την προστασία του περιβάλλοντος οδήγησε σε αναθεώρηση των μέτρων προστασίας άγριας ζωής και χλωρίδας.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δυναμική