Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

dynamic (en)

  1. δυναμικός
    a dynamic person - δυναμικός άνθρωπος
    dynamic equilibrium - δυναμική ισορροπία
  2. (πληροφορική) δυναμικός
     αντώνυμα: static

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • dynamic στην αγγλική Βικιπαίδεια