δυναμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυναμικός < (ελληνιστική κοινή) δυναμικός < αρχαία ελληνική δύναμις < δύναμαι
Επίθετο
επεξεργασίαδυναμικός, -ή, -ό
- που έχει (ψυχική και ηθική) δύναμη και αντοχή και αναπτύσσει δραστηριότητες και πρωτοβουλία (ενίοτε και με κάποια βιαιότητα
- που παρουσιάζει τάση εξέλιξης
- ≈ συνώνυμα: εξελικτικός
- ≠ αντώνυμα: στατικός
- που σχετίζεται με τις φυσικές δυνάμεις
- που μεταβάλλεται στο χρόνο
- (πληροφορική) dynamic: αυτό που μπορεί να μεταβληθεί κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός προγράμματος (runtime), όπως ο ορισμός του τύπου μιας μεταβλητής (variable)
Συγγενικά
επεξεργασία- δυναμικά
- δυναμική
- δυναμικό
- δυναμικότητα
- → δείτε τη λέξη δύναμη