στατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στατικός | η | στατική | το | στατικό |
γενική | του | στατικού | της | στατικής | του | στατικού |
αιτιατική | τον | στατικό | τη | στατική | το | στατικό |
κλητική | στατικέ | στατική | στατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στατικοί | οι | στατικές | τα | στατικά |
γενική | των | στατικών | των | στατικών | των | στατικών |
αιτιατική | τους | στατικούς | τις | στατικές | τα | στατικά |
κλητική | στατικοί | στατικές | στατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στατικός < αρχαία ελληνική στατικός < ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασίαστατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στάση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που βρίσκεται σε ακινησία ή την προκαλεί
- (αρχιτεκτονική) που έχει σχέση με τη στατική ή τη στατικότητα ενός οικοδομήματος ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του χρόνου, δηλαδή δε μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου
- (προγραμματισμός) αυτό που καθορίζεται πριν την μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός προγράμματος (runtime), όπως ο ορισμός του τύπου μιας μεταβλητής (variable)
- → δείτε τις λέξεις στατική μεταβλητή κλάσης και στατική μέθοδος
- (προγραμματισμός) η στατική μεταβλητή ή γενικότερα η στατική δομή δεδομένων για την οποία δεσμεύεται χώρος στην κεντρική μνήμη κατά το μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης
- Παράδειγμα ένας μονοδιάστατος πίνακας που συνήθως έχει σταθερό μέγεθος
- Αντώνυμα: μη στατικός, δυναμικός