στατικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στατικός < αρχαία ελληνική στατικός < ἵστημι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
στατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη στάση, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που βρίσκεται σε ακινησία ή την προκαλεί
- (αρχιτεκτονική) που έχει σχέση με τη στατική ή τη στατικότητα ενός οικοδομήματος ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που δεν περιλαμβάνει το στοιχείο του χρόνου, δηλαδή δε μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου
- (προγραμματισμός) αυτό που καθορίζεται πριν την μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης ενός προγράμματος (runtime), όπως ο ορισμός του τύπου μιας μεταβλητής (variable)
- → δείτε τις λέξεις στατική μεταβλητή κλάσης και στατική μέθοδος
- (προγραμματισμός) η στατική μεταβλητή ή γενικότερα η στατική δομή δεδομένων για την οποία δεσμεύεται χώρος στην κεντρική μνήμη κατά το μεταγλώττιση και δεν μεταβάλλεται κατά την διάρκεια της εκτέλεσης
- Παράδειγμα ένας μονοδιάστατος πίνακας που συνήθως έχει σταθερό μέγεθος
- Αντώνυμα: μη στατικός, δυναμικός