μεταγλώττιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταγλώττιση | οι | μεταγλωττίσεις |
γενική | της | μεταγλώττισης* | των | μεταγλωττίσεων |
αιτιατική | τη | μεταγλώττιση | τις | μεταγλωττίσεις |
κλητική | μεταγλώττιση | μεταγλωττίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταγλωττίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεταγλώττιση < (μεταγλωττίζω) μεταγλωττισ- + καθαρεύουσα -σις > -ση [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈɣlo.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐γλώτ‐τι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταγλώττιση θηλυκό, η μεταφορά κειμένου από μια γλώσσα σε άλλη, άλλως μετάφραση
- (κινηματογράφος, τηλεόραση) η αντικατάσταση των πρωτότυπων διαλόγων μιας κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής εκπομπής με διαλόγους σε άλλη γλώσσα
- (πληροφορική-μεταγλώττιση) η διαδικασία μετατροπής κώδικα (πηγαίος κώδικας) από μία γλώσσα προγραμματισμού σε κώδικα κάποιας άλλης (αντικειμενικός κώδικας) ή συνηθέστερα σε εκτελέσιμο αρχείο
- → δείτε Μεταγλωττιστής στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία (πληροφορική)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μεταγλώττιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας