εκτελέσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
εκτελέσιμος
- που είναι δυνατόν να εκτελεστεί
- (πληροφορική) executable: το αρχείο, ο κώδικας, κλπ. που μπορεί να εκτελεστεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτελέσιμος
πληροφορική