Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτελεστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εκτελεστέος
,
εκτελέσιμος
,
εκτελεστός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτελεστικ
ός
η
εκτελεστικ
ή
το
εκτελεστικ
ό
γενική
του
εκτελεστικ
ού
της
εκτελεστικ
ής
του
εκτελεστικ
ού
αιτιατική
τον
εκτελεστικ
ό
την
εκτελεστικ
ή
το
εκτελεστικ
ό
κλητική
εκτελεστικ
έ
εκτελεστικ
ή
εκτελεστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτελεστικ
οί
οι
εκτελεστικ
ές
τα
εκτελεστικ
ά
γενική
των
εκτελεστικ
ών
των
εκτελεστικ
ών
των
εκτελεστικ
ών
αιτιατική
τους
εκτελεστικ
ούς
τις
εκτελεστικ
ές
τα
εκτελεστικ
ά
κλητική
εκτελεστικ
οί
εκτελεστικ
ές
εκτελεστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτελεστικός
<
εκτελώ
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
εκτελεστικός
που έχει σχέση με
εκτέλεση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
που
εκτελεί
ό,τι
τού
λένε
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκτελώ
και
τελώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτελεστικός
αγγλικά
:
executive
(en)
γαλλικά
: d'
exécution
(fr)
,
exécutif
(fr)