Δείτε επίσης: εκτελέσιμος, εκτελεστός, εκτελεστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτελεστέος η εκτελεστέα το εκτελεστέο
      γενική του εκτελεστέου της εκτελεστέας του εκτελεστέου
    αιτιατική τον εκτελεστέο την εκτελεστέα το εκτελεστέο
     κλητική εκτελεστέε εκτελεστέα εκτελεστέο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτελεστέοι οι εκτελεστέες τα εκτελεστέα
      γενική των εκτελεστέων των εκτελεστέων των εκτελεστέων
    αιτιατική τους εκτελεστέους τις εκτελεστέες τα εκτελεστέα
     κλητική εκτελεστέοι εκτελεστέες εκτελεστέα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτελεστέος < εκτελώ + -τέος

  Επίθετο επεξεργασία

εκτελεστέος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία