Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυναμικά < δυναμικός

  Επίρρημα επεξεργασία

δυναμικά

  1. με δυναμισμό, με δυναμικές ενέργειες
  2. από δυναμική άποψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

δυναμικά ουδέτερο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

δυναμικά