δυναμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δυναμικό | τα | δυναμικά |
γενική | του | δυναμικού | των | δυναμικών |
αιτιατική | το | δυναμικό | τα | δυναμικά |
κλητική | δυναμικό | δυναμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυναμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δυναμικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική potentiel)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυναμικό ουδέτερο
- (οικονομία) ό,τι έχει μια επιχείρηση στη διάθεσή της, προκειμένου να παράγει: εργαζόμενοι, μηχανές κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δυναμικό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδυναμικό