Επίθετο

επεξεργασία

potential (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δυνατός, με δύναμη και ενεργητικότητα
  2. ενδεχόμενος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
potential potentials

potential (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η δυνατότητα, το δυναμικό
    ⮡  Skyros has great/limitless development potential.
    Η Σκύρος έχει μεγάλες/απεριόριστες δυνατότητες ανάπτυξης.
    ⮡  I am realizing my full potential.
    Αξιοποιώ όλο το δυναμικό μου.
     συνώνυμα:  promise
  2. (φυσική, μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δυναμική, το δυναμικό
    ⮡  electric potential - ηλεκτρικό δυναμικό