↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξελικτικός η εξελικτική το εξελικτικό
      γενική του εξελικτικού της εξελικτικής του εξελικτικού
    αιτιατική τον εξελικτικό την εξελικτική το εξελικτικό
     κλητική εξελικτικέ εξελικτική εξελικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξελικτικοί οι εξελικτικές τα εξελικτικά
      γενική των εξελικτικών των εξελικτικών των εξελικτικών
    αιτιατική τους εξελικτικούς τις εξελικτικές τα εξελικτικά
     κλητική εξελικτικοί εξελικτικές εξελικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξελικτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εξελικτικός, -ή, -ό

  • που προκαλεί την εξέλιξη ή προκαλείται από εξέλιξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία