Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξελικτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξελικτικ
ός
η
εξελικτικ
ή
το
εξελικτικ
ό
γενική
του
εξελικτικ
ού
της
εξελικτικ
ής
του
εξελικτικ
ού
αιτιατική
τον
εξελικτικ
ό
την
εξελικτικ
ή
το
εξελικτικ
ό
κλητική
εξελικτικ
έ
εξελικτικ
ή
εξελικτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξελικτικ
οί
οι
εξελικτικ
ές
τα
εξελικτικ
ά
γενική
των
εξελικτικ
ών
των
εξελικτικ
ών
των
εξελικτικ
ών
αιτιατική
τους
εξελικτικ
ούς
τις
εξελικτικ
ές
τα
εξελικτικ
ά
κλητική
εξελικτικ
οί
εξελικτικ
ές
εξελικτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξελικτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εξελικτικός, -ή, -ό
που προκαλεί την
εξέλιξη
ή προκαλείται από εξέλιξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξελικτικός
αγγλικά
:
developmental
(en)
,
evolutionary
(en)
,
evolutive
(en)
γαλλικά
:
évolutif
(fr)
γαλικιανά
:
evolutivo
(gl)
ισπανικά
:
evolutivo
(es)
,
evolucionista
(es)
πολωνικά
:
ewolucyjny
(pl)
ρουμανικά
:
evolutiv
(ro)
ρωσικά
:
эволюционный
(ru)