εξελικτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεξελικτικά < εξελικτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαεξελικτικά
- βαθμιαία και ακολουθώντας μια εξελικτική πορεία
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξελικτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαεξελικτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξελικτικό