developmental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdevelopmental (en)
- αναπτυξιακός, (ως προβληματικός όρος υφίσταται και το εξελικτικός με την έννοια αναπτυξιακός, όμως υφίσταται και ο διεθνώς αποδεκτός βιοεξελικτικός ή εξελικτικός που είναι διαφορετικός όρος από τον τίτλο του λήμματος - βλέπε Βικιπαίδεια)
- developmental psychology - αναπτυξιακή ψυχολογία (ή μη διεθνώς αποδεκτά εξελικτική ψυχολογία η οποία μεταφράζεται το ίδιο με τον διαφορετικό όρο evolutionary psychology)