↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιαιότητα οι βιαιότητες
      γενική της βιαιότητας των βιαιοτήτων
    αιτιατική τη βιαιότητα τις βιαιότητες
     κλητική βιαιότητα βιαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιαιότης, από την αιτιατική τὴν βιαιότητα[1] < βίαιος < βία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.eˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐αι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιαιότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος βίαιος, η ιδιότητα του βίαιου
  2. ενέργεια ή πράξη που γίνεται με βίαιο τρόπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

βιαιότητα θηλυκό