βιαιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βιαιότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βιαιότης, από την αιτιατική τὴν βιαιότητα[1] < βίαιος < βία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vi.eˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐αι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβιαιότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ βιαιότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαβιαιότητα θηλυκό