Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βῐαιοτητ-
ονομαστική βιαιότης αἱ βιαιότητες
      γενική τῆς βιαιότητος τῶν βιαιοτήτων
      δοτική τῇ βιαιότητ ταῖς βιαιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν βιαιότητ τὰς βιαιότητᾰς
     κλητική ! βιαιότης βιαιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιαιότητε
γεν-δοτ τοῖν  βιαιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιαιότης < βίαιο(ς) + -της < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιαιότης θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία